Αχαάβ — (9ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς του Ισραήλ, και γιος και διάδοχος του Αμβρί (870 851 π.Χ.). Πήρε για γυναίκα του την Ιεζάβελ, που ήταν κόρη του βασιλιά της Τύρου, και επέβαλε την ειδωλολατρική θρησκεία στους κατοίκους της χώρας του, καταδιώκοντας όσους… … Dictionary of Greek
Δάθεμα — Αρχαία πόλη και οχυρό της Παλαιστίνης. Εκεί κατέφυγαν οι Ιουδαίοι της Γαλαάδ υπό την απειλή των ειδωλολατρών. Ο Ιούδας Μακκαβαίος με τον αδελφό του Ιωνάθαν πήγαν με στρατό στη Δ. και ελευθέρωσαν τους πολιορκημένους από τον Τιμόθεο Ιουδαίους… … Dictionary of Greek
Έρσκιν, Τζον — (John Erskine, 1879 – 1951). Αμερικανός παιδαγωγός, συγγραφέας και μουσικός. Απόφοιτος του πανεπιστημίου της Κολούμπια, άρχισε τη σταδιοδρομία του ως καθηγητής στο εκπαιδευτήριο Άμχερστ (1903). Το 1909 διορίστηκε στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια,… … Dictionary of Greek
Ιάιρ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Απόγονος του Μανασσή και σύγχρονος του Μωυσή (Αριθμοί λβ’ 41), ο οποίος πήρε μέρος στην κατάληψη της Γης της Επαγγελίας. 2. Κριτής του Ισραήλ για 22 χρόνια (Κριτών 3 4). Καταγόταν από τη Γαλαάδ της Ιορδανίας. 3.… … Dictionary of Greek
Ιεφθάε — Βιβλικό πρόσωπο. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως ένας από τους επτά μεγάλους κριτές του Ισραήλ. Καταγόταν από τη Γαλαάδ της Ιορδανίας. Ήταν νόθος γιος εταίρας και γι’ αυτό διώχθηκε από τα αδέλφια του. Μπήκε τότε επικεφαλής ομάδας Ισραηλιτών,… … Dictionary of Greek
Λάβαν — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Βαθουήλ, αδελφός της Ρεβέκκας και ταυτόχρονα θείος και πεθερός του Ιακώβ, ο οποίος παντρεύτηκε τις κόρες του, Ραχήλ και Λεία. Η πρώτη φορά που αναφέρεται το όνομά του στην Παλαιά Διαθήκη είναι στη συνάντηση της… … Dictionary of Greek